- πομφόλυγες
- πομφόλυξfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πομφολυγηρός — ά, όν, Α [πομφόλυξ, υγος] 1. αυτός που αναδίδει πομφόλυγες, φουσκάλες 2. το ουδ. ως ουσ.τὸ πομφολυγηρόν είδος εμπλάστρου που περιέχει οξείδιο ψευδαργύρου … Dictionary of Greek
πομφολυγωτός — ή, όν, Α [πομφόλυξ, υγος] αυτός που έχει ή φέρει πομφόλυγες … Dictionary of Greek
πομφολυγώ — όω, Α [πομφόλυξ, υγος] 1. προκαλώ πομφόλυγες ή κάνω κάτι να βράζει, να παφλάζει 2. παθ. πομφολυγοῡμαι, όομαι, αναδίδω, σχηματίζω … Dictionary of Greek
πομφολυγώδης — ες, ΝΑ [πομφόλυξ, υγος] όμοιος με πομφόλυγα ή γεμάτος πομφόλυγες; νεοελλ. 1. φρ. «πομφολυγώδη νοσήματα» ιατρ. νοσήματα που χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη πομφολύγων, όπως είναι οι πομφολυγώδεις δερματοπάθειες, οι οποίες συχνά οφείλονται σε… … Dictionary of Greek
πομφολύγωση — η, Ν [πομφολυγώ] ιατρ. δερματική, κυρίως συμπτωματική, πάθηση, κατά την οποία εμφανίζονται πομφόλυγες στο δέρμα … Dictionary of Greek
πομφολύζω — ἡ πομφολύσσω Α παφλάζω, βγάζω πομφόλυγες, αναβράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πομφολύζω / πομφολύσσω παρουσιάζει παρλλ. σχηματισμό με το ουσ. πομφόλυξ, υγος* (πρβλ. μορμώ: μορμολύττομαι)] … Dictionary of Greek
πομφόλυγα — η / πομφόλυξ, υγος, ΝΜΑ φυσαλλίδα αέρα, φουσκάλα νεοελλ. 1. ιατρ. στοιχειώδης βλάβη τού δέρματος, συνιστάμενη σε ευμεγέθη συλλογή υγρού, γενικά ορώδους, μέσα ή κάτω από την επιδερμίδα, η οποία προεξέχει από την επιφάνεια τού δέρματος και η οποία… … Dictionary of Greek